Αντίδωρος

Αντίδωρος
Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Λήμνιος (αρχές 5ου αι. π.Χ.). O μόνος Έλληνας που, αν και στρατολογήθηκε από τον Ξέρξη στη ναυμαχία που έγινε στους Αφέτες, αυτομόλησε προς τους Έλληνες. Γι’ αυτό και του χάρισαν γη στη Σαλαμίνα. 2. Ναυπηγός από το Φάληρο (4ος αι. π.Χ.). 3. Φιλόσοφος (3ος αι. π.Χ.). O Επίκουρος έγραψε εναντίον των θεωριών του το δίτομο έργο Αντίδωρος. 4. Γραμματικός από την Κύμη (2ος αι. π.Χ.). Θεωρείται o εισηγητής του όρου γραμματικός (δηλαδή εκείνος που ασχολείται με τα γράμματα, ο λόγιος).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἀντίδωρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀντιδώρου — Ἀντίδωρος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀντιδώρων — Ἀντίδωρος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀντιδώρῳ — Ἀντίδωρος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀντίδωρον — Ἀντίδωρος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Parmeniskos group — is a conventional term distinguished by V.Grace (1956) to describe a type of pottery (amphorae) produced in Macedon during the 3rd century BC.The capital of Pella appears to be the epicenter for this group s production.Amphorae of this type were… …   Wikipedia

  • Σαννίδωρος — ὁ, Α περιπαικτικό παρωνύμιο τού Επικούρου αντί τού Αντίδωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαίνω με εκφραστικό διπλασιασμό τού ν (πρβλ. σάνν ας, σάνν ιον) + δωρος (< δῶρον)] …   Dictionary of Greek

  • Ἀντιδώρωι — Ἀντιδώρῳ , Ἀντίδωρος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”